Οι αγάπες οι παλιές , εκείνες που άντεχαν!

Ένα γερασμένο χέρι. Ένα πρόσωπο που οι ρυτίδες έχουν χαράξει θαρρείς τους πόνους και τα βάσανα που πέρασε αυτή η γυναίκα. 
Πώς να της μιλήσω για το παρελθόν; 
Την πονάει και το ξέρω.
Μα κι εγώ πρέπει να μάθω! 
Πρέπει να μάθω πως ήταν εκείνον τον καιρό οι άνθρωποι. 
Εκείνον τον καιρό που δεν υπήρχε τόση αδικία , τόση απληστία.
Τότε , που οι άνθρωποι μπορούσαν να υπερασπιστούν την παράδοση και την θρησκεία τους χωρίς να χαρακτηριστούν.
Σε μια από τις πολλές συζητήσεις με την γιαγιά μου πήρα την δύσκολη απόφαση να ανοίξω εκείνη την συζήτηση. Όταν της είπα  "Γιαγιά πες μου για τον παππού." Με πήρε από το χέρι και πήγαμε στο μεγάλο σαλόνι. 
Η μυρωδιά της ναφθαλίνης έντονη. Παντού τεράστια μπαούλα με τα προικιά.
Μου έδειξε διάφορες φωτογραφίες και άρχισε να μου μιλάει. 
-Τον παππού σου κόρη μου , τον γνώρισα από μικρό κοπέλι. Στην ίδια γειτονιά εμεγαλώσαμε. Τον άκουγα να παίζει την μαντούρα στην ταράτσα και ήξερα πως αυτός είναι ο άντρας που θα γεννήσω τα κοπέλια του. Ήταν άλλες εποχές τότε. Αθώες. Δεν επλησίαζε κανένας νεαρός μια κοπελιά αν δεν είχε σκοπό να την πάρει. Τα βράδια που γυρίζανε στις καντάδες ήβρισκα και ένα κλαδί βασιλικό στο παραθύρι μου. Μου 'ρεσε αλλά φοβούμουνε κιόλας μην το ντουχιουντήσει ο πατέρας μου γιατί θα πήγαιναν κακά τα χάλια μου. Μια μέρα που τον επάντιξα στην βρύση του το 'πα. Πως ανε με θέλει να 'ρθει να με ζητήξει.
Μου έδωσε το λόγο του πως μόλις ποστρατευτεί θα με πάρει. Και το 'καμε.
Πήγε φαντάρος και μου στελνε γράμματα. Όμως δεν ήξερα να διαβάζω και ντρεπόμουν να τα διαβάζουνε οι αδερφές μου. Και έβαλα και του γράψανε να μην μου ξαναγράψει. Πέρασε ο καιρός. Και ήτανε και πολύς. Δύο χρόνια ήταν η θητεία κείνα τα χρόνια. Όταν γύρισε στο χωριό γροικούντονε διάφορα. Ότι ζύγωνε άλλη. Δεν τους άκουγα ήκλεινα τα αυτιά μου και τος ήλεγα αυτός εμένα αγαπά και εμένα θα πάρει μα και να μην με πάρει δεν μου 'χει αγγίξει. Είχα καθαρή την κεφαλή μου και δεν έχω λόγο να ντρέπομαι.
Ένα βράδυ χωρίς να μου έχει πει κουβέντα ήρθε και με ζήτηξε.

- ΚΑΙ ΉΤΑΝ ΕΥΚΟΛΟΣ Ο ΓΑΜΟΣ ΓΙΑΓΙΑ;

Όχι παιδί μου. Αλλά τον αγάπουνα. Και εκείνος εμένα. Τύχαιναν στραβές μα ποτέ δεν εσκεφτήκαμε να αφήσουμε ο γεις τον άλλο. Μια κάμαρη είχαμε όλη κι όλη και θέταμε όλοι μαζί τα πρώτα χρόνια. Ύστερα φτιάξανε τα πράγματα. Η μάνα σου όταν γεννήθηκε είχαμε απ' όλα. Στα άλλα κοπέλια όμως έχωνα και την ζάχαρη. Φεύγαμε και τον χειμώνα και κατεβαίναμε στον σβούρο (Έτσι αποκαλεί την Ανάληψη Χερσονησου) και πομένανε τα κοπέλια μονάχα. Όμως τον παππού σου ποτέ δεν τον άφηκα μοναχό του.

-ΥΠΗΡΧΕ ΚΟΥΡΑΣΗ ΤΟΤΕ;

Από κούραση άλλο πράμα. Αλλά ήμασταν μαθημένες. Εμείς ούτε πλυντήρια είχαμε , ούτε σκούπες με το ρεύμα είχαμε ούτε άλλες τέτοιες ευκολίες.
Ότι κάναμε με τα χέρια μας. Και στα χωράφια και στα οζά το ίδιο. Ούτε εργάτες είχαμε ούτε τίποτα. Έπρεπε να έχει χατήρι ο άθρωπος για να έχει βοήθεια.

- ΚΑΙ ΕΙΧΕ ΧΑΤΗΡΙ Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΓΙΑΓΙΑ;

(Βουρκώνει) Ήταν σπάνιος άνθρωπος ο παππούς σου. Ήρεμος , γελαστός , καλόψυχος. Όπου πήγαινε έκανε φίλους. Είχε αέρα που δεν είχε κανένας άλλος. Για του λόγου μου σκιας.

- ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΕΦΥΓΑΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ;

Το '97 παντρέψαμε τον Γιώργη μας και το '99 επόθανε ο παππούς σου. Δεν έζησε αυτός χωρίς κοπέλια. Μα δεν ήκανε κιόλας. Εγώ επόμεινα έπαε. Δεν λέω έχω τα κοπέλια μου μα τον άντρα μου τον ήχασα. Και τίποτα δεν είναι όπως ήτονε.

-ΚΙ ΑΝ ΣΟΥ ΕΛΕΓΑ ΓΙΑΓΙΑ ΝΑ ΜΟΥ ΔΩΣΕΙΣ ΜΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΝΑ ΤΗΝ ΕΧΩ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ ΑΥΡΙΟ-ΜΕΘΑΥΡΙΟ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΝΩ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΣΠΙΤΙ ΤΙ ΘΑ ΜΟΥ ΕΛΕΓΕΣ;

Τον άντρα σου κόρη μου να τον αγαπάς και να τον σέβεσαι , η γυναίκα είναι αυτή που στένει το σπίτι της.Όντε ρθει στο σπίτι σας και σε βρει με το γέλιο , ότι κι αν έχει εσύ θα ν' είσαι πάνω απ' όλα.

Την έκλεισα μετά την κουβέντα. Δεν ήθελα να ρίχνω αλάτι στις πληγές. Όμως την συμβουλή της γιαγιάς μου την κράτησα μέσα μου. Γιατί γράμματα δεν ξέρει. Αλλά είχε δασκάλα την ζωή.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μαρία Σκουλά , το μέλλον της παραδοσιακής φορεσιάς!

Λυδία Αβαγιανού, το όνομα στο οποίο ακούν «Τα Καμασούδια».

Μιράντα Καρκάνη, η δημιουργός του Visalo ceramics!