Νίκος Καζαντζάκης. Ο άνθρωπος με την ορθή σκέψη και την μαγική πένα.

Το ημερολόγιο έλεγε 18 Φλεβάρη 1883 όταν πήρε ανάσα ο σπουδαίος άνθρωπος , το ανήσυχο πνεύμα  , ο ασυμβίβαστος Νίκος Καζαντζάκης. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο και το όνομά του και το έργο του έκαναν γνωστή την Κρήτη σε όλη την υφήλιο. Το έργο εκείνο τον έφερε σε σύγκρουση με πολλούς, ειδικότερα με την εκκλησία η οποία μάλιστα προχώρησε σε απειλές για τον αφορισμό του. Αφορμή ήταν τα έργα του «Ο Τελευταίος Πειρασμός» , «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και «Καπετάν Μιχάλης».Η στάση της εκκλησίας απέναντί του επηρέασαν και την γνώμη του κόσμου η οποία διχάστηκε , οι μισοί συμμερίζονταν την γνώμη της εκκλησίας  , ότι δηλαδή ο Καζαντζάκης ήταν ασεβής απέναντι στα Θεία και οι υπόλοιποι θαύμαζαν το έργο του Κρητικού. 
  Παρότι εν τέλει δεν έγινε ο αφορισμός του για την εκκλησία παρέμεινε ιερόσυλος και αυτό φάνηκε έντονα μετά τον θάνατό τουτου. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος απαγόρευσε να τεθεί η σορός του Καζαντζάκη σε λαϊκό προσκύνημα και ενώ υπήρξε η πρόθεση από τον νεαρό τότε αρχιμανδρίτης και έπειτα Μητροπολίτη Καντιώτη, να κατέβει στην Κρήτη να τελέσει την νεκρώσιμη ακολουθία , την ώρα του μυστηρίου δεν υπήρχε ιερέας να τελέσει το μυστήριο. 
   Τον Καζαντζάκη δεν τον τρόμαζε η ευθύνη και αν κάτι θέλουμε να κρατήσουμε ζωντανό από εκείνον θα πρέπει κατά την γνώμη μου να είναι το εξής :
«Ν’ αγαπάς την ευθύνη
να λες εγώ, εγώ μονάχος μου
θα σώσω τον κόσμο.
Αν χαθεί, εγώ θα φταίω!».
 
Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα του πέμπτου κεφαλαίου του πεζογραφήματος «αναφορά στον Γκρέκο», το οποίο διδαχθήκαμε στην πρώτη γυμνασίου , με μία ξεχωριστή καθηγήτρια , μία φιλόλογο που αγαπούσε την δουλειά της με όλη της την ψυχή, μία απο τις τρεις εκπαιδευτικούς που άφησαν το στίγμα τους στην προσωπικότητα , στον χαρακτήρα μου και στις επιλογές μου με τον τρόπο τους. Μέσα από εκείνη λοιπόν, την μεταδοτικότητά της και την αγάπη της για την ελληνική λογοτεχνία ,γνώρισα την μαγεία των γραφημάτων του Καζαντζάκη!

...Με τα μαγικά πάντα μάτια, με το πολύβουο, γεμάτο μέλι και μέλισσες μυαλό, μ’ ένα κόκκινο μάλλινο σκούφο στο κεφάλι και τσαρουχάκια με κόκκινες φούντες στα πόδια, ένα πρωί κίνησα, μισό χαρούμενος, μισό αλαφιασμένους , και με κρατούσε ο πατέρας μου από το χέρι. Η μητέρα μού είχε δώσει ένα κλωνί βασιλικό να τον μυρίζουμαι, λέει, να παίρνω κουράγιο, και μου κρέμασε το χρυσό σταυρουλάκι της βάφτισής μου στο λαιμό.

— Με την ευκή του Θεού και με την ευκή μου…, μουρμούρισε και με κοίταξε με καμάρι.

Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο· μα το χέρι μου ήταν σφηνωμένο βαθιά μέσα στη φούχτα του πατέρα μου κι αντρειευούμουν Πηγαίναμε, πηγαίναμε, περάσαμε τα στενά σοκάκια, φτάσαμε στην εκκλησία του Αϊ Μήνα, στρίψαμε, μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιάν αυλή, με τέσσερις μεγάλες κάμαρες στις γωνιές κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα· το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή φούχτα.

O πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάδεψε· τινάχτηκα· ποτέ δε θυμόμουν να μ’ έχει χαδέψει· σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:

— Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος· κάμε το σταυρό σου.

O δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι· κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα· μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.

— Ετούτος είναι ο γιος μου, του ’πε ο πατέρας μου.

Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παρέδωκε στο δάσκαλο.

— Το κρέας δικό σου, του ’πε, τα κόκαλα δικά μου· μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.

— Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη· έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα. 

Απόδειξη διδάκτρων του Παρθεναγωγείου

Η «Παλλάς»

Από το Δημοτικό Σκολειό απομένει ακόμα στη θύμησή μου ένας σωρός παιδικά κεφάλια, κολλητά το ένα πλάι στο άλλο, σαν κρανία· τα πιο πολλά θα ’χουν γίνει κρανία. Μα απάνω από τα κεφάλια αυτά απομένουν μέσα μου αθάνατοι οι τέσσερις δασκάλοι.

[...]

Στην Τετάρτη Τάξη βασίλευε και κυβερνούσε ο Διευθυντής του Δημοτικού. Κοντοπίθαρος, μ' ένα γενάκι σφηνωτό, με γκρίζα πάντα θυμωμένα μάτια, στραβοπόδης. «Δε θωράς μωρέ, τα πόδια του», λέγαμε ο ένας στον άλλο σιγά να μη μας ακούσει, «δε θωράς, μωρέ, πώς τυλιγαδίζουν τα πόδια του; και πώς βήχει; Δεν είναι Κρητικός». Μας είχε έρθει σπουδασμένος από την Αθήνα κι είχε φέρει, λέει, μαζί του τη Νέα Παιδαγωγική. Θαρρούσαμε πως θα 'ταν καμιά νέα γυναίκα και την έλεγαν Παιδαγωγική· μα όταν τον αντικρίσαμε για πρώτη φορά ήταν ολομόναχος· η Παιδαγωγική έλειπε, θα 'τασπίτι. Κρατούσε ένα μικρό στριφτό βούρδουλα, μας έβαλε στη γραμμή κι άρχισε να βγάζει λόγο. Έπρεπε, λέει, ό,τι μαθαίναμε να το βλέπαμε και να το αγγίζαμε ή να το ζωγραφίζαμε σ' ένα χαρτί γεμάτο κουκκίδες. Και τα μάτια μας τέσσερα· αταξίες δε θέλει, μήτε γέλια, μήτε φωνές στο διάλειμμα· και σταυρό τα χέρια. Και στο δρόμο, όταν δούμε παπά, να του φιλούμε το χέρι. «Τα μάτια σας τέσσερα, κακομοίρηδες, γιατί αλλιώς, κοιτάχτε εδώ!», είπε και μας έδειξε το βούρδουλα. «Δε λέω λόγια, θα δείτε έργα!» Κι αλήθεια είδαμε· όταν κάναμε καμιά αταξία ή όταν δεν ήταν στα κέφια του, μας ξεκούμπωνε, μας κατέβαζε τα πανταλονάκια και μας έδερνε κατάσαρκα με το βούρδουλα· κι όταν βαριόταν να ξεκουμπώσει, μας έδινε βουρδουλιές στ' αυτιά, ωσότου έβγαινε αίμα.

Μια μέρα έδεσα κόμπο την καρδιά μου, σήκωσα το δάχτυλο:

— Πού είναι, κυρ δάσκαλε, ρώτησα, η Νέα Παιδαγωγική; γιατί δεν έρχεται στο σκολειό; 

Μαθητές Δημοτικού Σχολείου (αρχές 20ού αι.)

Τινάχτηκε από την έδρα, ξεκρέμασε από τον τοίχο το βούρδουλα.

— Έλα εδώ, αυθάδη, φώναξε, ξεκούμπωσε το πανταλόνι σου.

Βαριόταν να το ξεκουμπώσει μόνος του.

— Να, να, να, άρχισε να βαράει και να μουγκρίζει.

Είχε ιδρώσει, σταμάτησε.

— Να η Νέα Παιδαγωγική, είπε, κι άλλη φορά σκασμός!

Ήταν όμως και πονηρούτσικος ο σύζυγος της Νέας Παιδαγωγικής. Μια μέρα μας λέει: «Αύριο θα σας μιλήσω για το Χριστόφορο Κολόμβο, πώς ανακάλυψε την Αμερική. Μα για να καταλάβετε καλύτερα, να κρατάει καθένας σας κι από ένα αυγό· όποιος δεν έχει αυγό, ας φέρει βούτυρο!».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μαρία Σκουλά , το μέλλον της παραδοσιακής φορεσιάς!

Λυδία Αβαγιανού, το όνομα στο οποίο ακούν «Τα Καμασούδια».

Μιράντα Καρκάνη, η δημιουργός του Visalo ceramics!